Το "saliva" είναι ουσιαστικό.
/haliˈβa/
Η λέξη "saliva" αναφέρεται στο υγρό που παράγεται από τους σιελογόνους αδένες στο στόμα, το οποίο βοηθά στη διαδικασία της πέψης και στην πέψη των τροφών. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική αλλά και στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά καθημερινή, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό λόγο.
Η υπερβολική παραγωγή σάλιου μπορεί να είναι σύμπτωμα άγχους.
La saliva tiene enzimas que ayudan a digerir los alimentos.
Το "saliva" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αναφέρονται σε συναισθηματικές ή σωματικές καταστάσεις.
Μου τρέχουν τα σάλια μόνο στη σκέψη αυτού του φαγητού, ελπίζω να μην πέσει το σάλιο μου!
Esa película me dejó con la saliva en la boca, ¡no puedo esperar a la secuela!
Αυτή η ταινία με άφησε με σάλια στο στόμα, δεν μπορώ να περιμένω για τη συνέχεια!
No puedo concentrarme porque estoy pensando en la comida, me hace salivar.
Η λέξη "saliva" προέρχεται από το λατινικό "saliva," το οποίο είχε παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Σάλιο (στην ελληνική γλώσσα), υγρό του στόματος
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι, καθώς η εννοιολογική χρήση της λέξης αναφέρεται συνήθως σε φυσικούς και ιατρικούς όρους.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την λέξη "saliva", ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!