Η λέξη "sallar" στα Ισπανικά σημαίνει "αλατίζω". Χρησιμοποιείται σπάνια στον προφορικό λόγο και συνήθως συναντάται σε γραπτό κείμενο.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
Le gusta sallar la comida antes de probarla. (Του αρέσει να αλατίζει το φαγητό πριν το δοκιμάσει.)
Es importante sallar bien la carne para resaltar su sabor. (Είναι σημαντικό να αλατίσετε καλά το κρέας για να αναδειχθεί η γεύση του.)
Ετυμολογία:
Η λέξη "sallar" προέρχεται από την λατινική ρίζα "sal" που σημαίνει αλάτι.
Συνώνυμα:
sazonar (αρωματίζω)
condimentar (μπαχαρικεύω)
Αντώνυμα:
desalar (αλυσιδωνω)
insipid (αναξιολόγητο)
Με αυτές τις πληροφορίες, θα πρέπει να έχετε μια καλή εικόνα της λέξης "sallar" στα Ισπανικά. Αν έχετε οποιεσδήποτε άλλες απορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!