salpicadura είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης salpicadura είναι: [sal.pi.kaˈðu.ɾa]
Η λέξη salpicadura μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - πιτσίλισμα - σταγόνα
Η λέξη salpicadura αναφέρεται στην πράξη του να πιτσιλάς κάτι, συνήθως υγρό, ή στο αποτέλεσμα αυτής της πράξης, όπως η σταγονίτσα που προκαλείται από το πιτσίλισμα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ατύχημα ή κατάσταση κατά την οποία το υγρό χύνεται ή απλώνεται σε επιφάνειες.
Η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές και σε πιο τεχνικές ή καθημερινές αναφορές, είναι αρκετά συχνή στην ομιλία και τη γραφή.
La salpicadura de pintura en la pared es muy notable.
(Το πιτσίλισμα από τη βαφή στον τοίχο είναι πολύ εμφανές.)
Cuidado con la salpicadura del aceite al cocinar.
(Πρόσεχε το πιτσίλισμα από το λάδι κατά το μαγείρεμα.)
La salpicadura del agua en la piscina refresca a todos.
(Το πιτσίλισμα του νερού στην πισίνα δροσίζει όλους.)
Η λέξη salpicadura μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες μπορεί να συνδέονται με την ιδέα του πιτσιλίσματος ή της διασποράς καταστάσεων.
El amor es como una salpicadura, a veces sorprende y ensucia.
(Η αγάπη είναι σαν ένα πιτσίλισμα, μερικές φορές εκπλήσσει και λερώσει.)
Cada salpicadura de problemas aumenta la tensión entre ellos.
(Κάθε πιτσίλισμα προβλημάτων αυξάνει την ένταση μεταξύ τους.)
Después de la salpicadura de noticias, la situación se volvió complicada.
(Μετά από το πιτσίλισμα ειδήσεων, η κατάσταση έγινε περίπλοκη.)
La salpicadura de emociones en el evento fue innegable.
(Το πιτσίλισμα συναισθημάτων στο γεγονός ήταν αναμφισβήτητο.)
Η λέξη salpicadura προέρχεται από το ρήμα salpicar, που σημαίνει "να πιτσιλάς" ή "να ρίχνεις σταγόνες". Η ρίζα του ρήματος σχετίζεται με την έννοια του ρίγματος ή της διασποράς υγρού σε μια επιφάνεια.
Συνώνυμα: - salpicón - esparcimiento - reguero
Αντώνυμα: - recogimiento - concentración - limpieza