Ρήμα
[salpiˈkaɾ]
Η λέξη "salpicar" σημαίνει το να ραντίζεις ή να σκορπίζεις ένα υγρό ή άλλο υλικό σε μια επιφάνεια. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του ρίχνει κάτι με τρόπο ώστε να δημιουργήσει πιτσιλιές ή splashes. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, προφορικά και γραπτά. Στον προφορικό λόγο μπορεί να ακούγεται πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις.
El niño empezó a salpicar agua por todo el jardín.
(Το παιδί άρχισε να πιτσιλίζει νερό σε όλο τον κήπο.)
Las olas del mar salpican la orilla.
(Τα κύματα της θάλασσας πιτσιλίζουν την ακτή.)
Cuando cocinas, es fácil salpicar aceite por todas partes.
(Όταν μαγειρεύεις, είναι εύκολο να σκορπίσεις λάδι παντού.)
Η λέξη "salpicar" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της αποτυχίας ή του να διασκορπίζεις κάτι με τρόπο που έχει καθορισμένα αποτελέσματα.
Salpicar la conversación es una forma de suavizar un tema delicado.
(Το να πιτσιλίσεις τη συζήτηση είναι ένας τρόπος να μαλακώσεις ένα λεπτό θέμα.)
Si no tienes cuidado, puedes salpicar problemas en tu proyecto.
(Αν δεν έχεις προσοχή, μπορείς να σκορπίσεις προβλήματα στο έργο σου.)
No dejes que el miedo a salpicar te detenga en lo que quieres lograr.
(Μην αφήνεις τον φόβο να σε σταματήσει από το να σκορπίσεις αυτό που θέλεις να πετύχεις.)
Η λέξη "salpicar" προέρχεται από το λατινικό “salpicare,” που σημαίνει «να ραντίσεις».
Συνώνυμα: - Rociar (ραντίζω) - Sprinkle (ψεκάζω)
Αντώνυμα: - Secar (στεγνώνω) - Limpiar (καθαρίζω)