salpimentar - Ρήμα
[sal.pi.menˈtaɾ]
Η λέξη salpimentar αναφέρεται στη διαδικασία προσθήκης αλατιού και πιπεριού σε φαγητό για να ενισχύσει τη γεύση του. Είναι ένα κοινό ρήμα στον τομέα της μαγειρικής και χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο των προετοιμασιών φαγητών. Η χρήση αυτού του ρήματος είναι συχνή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, ειδικά σε συνταγές ή διαλόγους σχετικά με το φαγητό.
Es importante salpimentar la carne antes de asarla.
Είναι σημαντικό να αλατοπιπερώσουμε το κρέας πριν το ψήσουμε.
Voy a salpimentar la ensalada para que tenga más sabor.
Θα αλατοπιπερώσω τη σαλάτα για να έχει περισσότερη γεύση.
No olvides salpimentar la sopa antes de servirla.
Μην ξεχάσεις να αλατοπιπερώσεις τη σούπα πριν την σερβίρεις.
Το ρήμα salpimentar χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις:
Salpimentar la conversación.
Να κάνουμε τη συζήτηση πιο ενδιαφέρουσα.
(Εδώ, το "salpimentar" χρησιμοποιείται μεταφορικά για να σημαίνει ότι προσθέτουμε ζωντάνια ή ενδιαφέρον).
No salpimentes tanto tus historias.
Μη ζητάς υπερβολικούς γλυκούς σε ιστορίες σου.
(Εδώ σημαίνει "όχι τόσο παραποιημένα").
A veces hay que salpimentar las verdades.
Κάποιες φορές πρέπει να περιγράψουμε τις αλήθειες με λίγο αλατό και πιπέρι.
(Αναφέρεται στο να παρουσιάσουμε την αλήθεια με έναν πιο ευχάριστο τρόπο).
Salpimentar el día a día.
Να κάνουμε την καθημερινότητα πιο ενδιαφέρουσα.
(Σημαίνει ότι χρειάζεται να προσθέσουμε ποικιλία ή ενδιαφέρον στην καθημερινότητα μας).
Η λέξη salpimentar προέρχεται από τις λέξεις "sal" (αλάτι) και "pimienta" (πιπέρι), που προέρχονται από τα λατινικά. Η συνθεση των δύο αυτών λέξεων αποτυπώνει τη διαδικασία της προσθήκης και των δύο συστατικών στο φαγητό.
Συνώνυμα: - Condimentar - Sazonar
Αντώνυμα: - Desaliñar (Να αφαιρέσεις τη γεύση ή να μην προσθέσεις αλάτι και πιπέρι).