Ρήμα
/ salˈtaɾ /
Η λέξη "saltar" σημαίνει "πηδάω" ή "κάνω ένα άλμα". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του πηδήματος ή του άλματος, είτε σε φυσικό επίπεδο είτε σε μεταφορικά πλαίσια. Στη γλώσσα των Ισπανικά, το "saltar" είναι ένα κοινό ρήμα, που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε γραπτά κείμενα. Η χρήση του είναι συχνή, ιδίως όταν οι άνθρωποι μιλούν για φυσικές δραστηριότητες ή αθλητισμό.
(Η γάτα πηδήξε πάνω στο τραπέζι.)
Ella quiere saltar en el trampolín.
(Εκείνη θέλει να πηδήξει στο τραμπολίνο.)
Salta alto si quieres alcanzar la estrella.
Το "saltar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
(Αυτή η λύση προβάλλει ξεκάθαρα.)
Saltar de alegría
(Πήδηξα από χαρά όταν κέρδισα το βραβείο.)
Saltar la liebre
(Δεν περίμενα ότι θα προέκυπτε κάτι απρόβλεπτο κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Saltar las reglas
Η λέξη "saltar" προέρχεται από το λατινικό "saltare", που σημαίνει "πηδώ". Αυτή η ρίζα διατηρεί τη σημασία της πηδήματος στους περισσότερους συγγενείς γλωσσών.
Συνώνυμα: - Brincar (πηδώ) - Saltear (παραβιάζω)
Αντώνυμα: - Caer (πέφτω) - Permanecer (παραμένω)