saltarse: ρήμα
[salˈtaɾ.se]
Η λέξη saltarse στα Ισπανικά σημαίνει "παραλείπω" ή "αποφεύγω" κάτι, όπως έναν κανόνα, μια υποχρέωση ή μια προγραμματισμένη δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν εκτελεί ή αποφεύγει να κάνει κάτι που κανονικά θα έπρεπε να κάνει ή περιμέναμε να κάνει. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη τάση στην προφορική χρήση.
No me voy a saltar la clase de hoy.
(Δεν θα παραλείψω το μάθημα σήμερα.)
A veces es tentador saltarse el desayuno.
(Μερικές φορές είναι δελεαστικό να παραλείψεις το πρωινό.)
Si te saltas las normas, podrías tener problemas.
(Αν παραλείψεις τους κανόνες, μπορεί να έχεις προβλήματα.)
Η λέξη saltarse χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Saltarse la fila
(Παραλείπω τη σειρά)
No es correcto saltarse la fila en el banco.
(Δεν είναι σωστό να παραλείπεις τη σειρά στην τράπεζα.)
Saltarse un semáforo en rojo
(Παραλείπω ένα κόκκινο φανάρι)
Salvarse de un accidente por saltarse un semáforo en rojo es un milagro.
(Να γλιτώνεις από ένα ατύχημα παραλείποντας ένα κόκκινο φανάρι είναι ένα θαύμα.)
Saltarse las normas del juego
(Παραλείπω τους κανόνες του παιχνιδιού)
Si te saltas las normas del juego, nadie querrá jugar contigo.
(Αν παραλείψεις τους κανόνες του παιχνιδιού, κανείς δεν θα θέλει να παίξει μαζί σου.)
Η λέξη saltarse προέρχεται από το ισπανικό ρήμα saltar, το οποίο σημαίνει "πηδώ", συνδεόμενο με την πρόθεση «se» που δηλώνει την αυτοδράση του υποκειμένου.
Συνώνυμα: - eludir (αποφεύγω) - omitir (παραλείπω)
Αντώνυμα: - seguir (ακολουθώ) - cumplir (εκπληρώνω)