Η λέξη "salud" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "salud" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [saˈluð].
Η λέξη "salud" σημαίνει "υγεία" στα Ισπανικά και χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε στην ευημερία ενός ατόμου σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο. Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται σε πολλές καθημερινές καταστάσεις, όπως χαιρετισμούς, ευχές και σε ιατρικά ή υγειονομικά συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, γεγονός που δείχνει τη σημασία της στην ισπανική γλώσσα.
Que tengas buena salud.
(Να έχεις καλή υγεία.)
Es importante cuidar de tu salud.
(Είναι σημαντικό να φροντίζεις την υγεία σου.)
La salud es lo más importante en la vida.
(Η υγεία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή.)
Η λέξη "salud" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες απεικονίζουν την ανθρώπινη εμπειρία και τις κοινωνικές σχέσεις:
¡Salud! (με την έννοια του "στην υγειά σας!")
( Χρησιμοποιείται όταν κάνουμε μια πρόποση.)
Salud y dinero, que es lo que quiero.
(Υγεία και χρήματα, αυτό είναι που θέλω.)
Saludable como una lechuga.
(Υγιής όπως μια σαλάτα.)
A la salud de todos.
(Στην υγεία όλων.)
Entre la salud y la enfermedad.
(Μεταξύ της υγείας και της ασθένειας.)
Η λέξη "salud" προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από το "salus", που σημαίνει "υγεία" ή "σωτηρία". Αυτό δείχνει τη μακρά ιστορία και σημασία της έννοιας της υγείας στη δυτική κουλτούρα.
Συνώνυμα: - bienestar (ευημερία) - sanidad (υγειονομική κατάσταση)
Αντώνυμα: - enfermedad (ασθένεια) - dolencia (πόνος)