Salva (ουσιαστικό, θηλυκό)
/ˈsal.βa/
Η λέξη salva χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως γενικά, στρατιωτικά και αρχαϊκά. 1. Στο γενικό πλαίσιο, σημαίνει "η σωτηρία" ή "η διαφυγή" από μια δύσκολη κατάσταση. 2. Στον στρατό, αναφέρεται σε μια στρατιωτική επιχείρηση διάσωσης ή σε μια στρατηγική ενέργεια. 3. Στον αρχαϊκό τομέα, μπορεί να έχει πιο φιλοσοφικές ή ποιητικές προεκτάσεις, σχετικές με σωτηρία ή επιβίωση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέση. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, αν και λιγότερο συχνά.
La salva del soldado fue exitosa.
(Η διάσωση του στρατιώτη ήταν επιτυχής.)
En la historia, la salva de los reyes siempre fue crucial.
(Στην ιστορία, η σωτηρία των βασιλιάδων ήταν πάντα κρίσιμη.)
Η λέξη salva εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Estar fuera de la salva
Ταυτόχρονα κάπου μακριά και ασφαλής.
(Είναι εκτός κινδύνου.)
Ir en salva
Να προχωράς με θάρρος και determination.
(Προχωράει με θάρρος.)
Salva la situación
Να σώσεις μια κατάσταση ή να την κάνεις καλύτερη.
(Σώζει την κατάσταση.)
Η λέξη salva προέρχεται από το λατινικό "salvāre", το οποίο σημαίνει "να σώσω, να διασώσω".
Συνώνυμα: - rescate (διάσωση) - salvación (σωτηρία)
Αντώνυμα: - peligro (κίνδυνος) - captura (σύλληψη)