Η λέξη "salvador" είναι ουσιαστικό.
/salβaˈðoɾ/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "salvador" σημαίνει "σωτήρας" ή "αυτός που σώζει". Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων θρησκευτικών και φιλοσοφικών, αλλά και σε πιο κοσμικές αναφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε γραπτό και προφορικό λόγο, λόγω των θρησκευτικών, πολιτιστικών και κοινωνικών παραγόντων.
El salvador de la humanidad es considerado por muchos como un figura divina.
Ο σωτήρας της ανθρωπότητας θεωρείται από πολλούς ως θεϊκή μορφή.
La historia del salvador del pueblo inspira a los jóvenes.
Η ιστορία του σωτήρα του λαού εμπνέει τους νέους.
Η λέξη "salvador" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα, κυρίως σε θρησκευτικά ή πολιτισμικά πλαίσια.
Convertirse en el salvador de alguien.
Να γίνεις σωτήρας κάποιου.
Ser el último salvador en un desastre.
Να είσαι ο τελευταίος σωτήρας σε μια καταστροφή.
Buscar al salvador en tiempos difíciles.
Να αναζητάς τον σωτήρα σε δύσκολες στιγμές.
El pueblo necesitaba un salvador que los guiara.
Ο λαός χρειαζόταν έναν σωτήρα που να τους καθοδηγήσει.
A veces, los héroes son considerados salvadores en sus comunidades.
Καμιά φορά, οι ήρωες θεωρούνται σωτήρες στις κοινότητές τους.
Η λέξη "salvador" προέρχεται από το λατινικό "salvator", που σημαίνει "αυτός που σώζει", από το ρήμα "salvare", που σημαίνει "σώζω".
Συνώνυμα:
- redentor (λυτρωτής)
- libertador (ελευθερωτής)
Αντώνυμα:
- perdedor (χαμένος)
- víctima (θύμα)