Το "salvaguardar" είναι ρήμα.
/salβaɡwarˈðar/
Η λέξη "salvaguardar" σημαίνει να προστατεύσεις ή να διασφαλίσεις κάτι, ώστε να μην υποστεί ζημιά ή να παραμείνει ασφαλές. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των νόμων και των δικαιωμάτων, αλλά και σε γενικότερες περιστάσεις που αφορούν την προστασία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό.
Είναι σημαντικό να προστατεύουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα παντού.
La empresa decidió salvaguardar sus secretos comerciales mediante patentes.
Η εταιρεία αποφάσισε να διασφαλίσει τα εμπορικά της μυστικά μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Los gobiernos tienen la responsabilidad de salvaguardar la seguridad de sus ciudadanos.
Η λέξη "salvaguardar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές:
«Είναι ουσιώδες να προστατεύουμε την ειρήνη σε περιόδους σύγκρουσης.»
Salvaguardar el medio ambiente
«Όλοι πρέπει να συνεργαστούμε για να διασφαλίσουμε το περιβάλλον.»
Salvaguardar los intereses de la comunidad
«Ο δικηγόρος δεσμεύτηκε να προστατεύσει τα συμφέροντα της τοπικής κοινότητας.»
Salvaguardar la educación
Η λέξη "salvaguardar" προέρχεται από το λατινικό "salvaguardia", το οποίο συνδυάζει τη λέξη "salvare" (να σώσω) και "guardar" (να φυλάξω, να προστατεύω).
Συνώνυμα: - Proteger - Asegurar - Defender
Αντώνυμα: - Poner en peligro - Amenazar - Abandonar