Η λέξη "salvaje" είναι επίθετο.
Η λέξη "salvaje" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι άγριο, βίαιο ή ανεξέλεγκτο. Συχνά αναφέρεται σε ζώα που ζουν ελεύθερα στη φύση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει ανθρώπους ή συμπεριφορές που θεωρούνται ατίθασες ή εκτός ελέγχου. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό κείμενο.
El tigre es un animal salvaje.
(Η τίγρης είναι ένα άγριο ζώο.)
Su comportamiento salvaje asustó a todos en la fiesta.
(Η άγρια συμπεριφορά του τρόμαξε όλους στη γιορτή.)
Prefiero las playas salvajes sin turistas.
(Προτιμώ τις άγριες παραλίες χωρίς τουρίστες.)
Η λέξη "salvaje" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ella baila salvajemente en la fiesta.
(Αυτή χορεύει άγρια στη γιορτή.)
Tener un corazón salvaje
(Να έχεις μια άγρια καρδιά)
Él siempre tiene ideas salvajes para sus proyectos.
(Αυτός πάντα έχει άγριες ιδέες για τα έργα του.)
Un amor salvaje
(Μια άγρια αγάπη)
Su relación era un amor salvaje que nadie podía entender.
(Η σχέση τους ήταν μια άγρια αγάπη που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει.)
Salvaje de felicidad
(Άγριος από ευτυχία)
Η λέξη "salvaje" προέρχεται από το λατινικό "silvaticus," που σημαίνει "φαγητό του δάσους" ή "από το δάσος," που σχετίζεται με τον όρο "silva," που αναφέρεται σε δάσος ή άγρια φύση.
indómito (ανήμερος)
Αντώνυμα: