Η λέξη "salvamento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "salvamento" είναι /sal.βaˈmen.to/.
Η λέξη "salvamento" αναφέρεται στη διαδικασία ή τη δράση της διάσωσης ή της σωτηρίας, συνήθως σε συνθήκες κινδύνου ή έκτακτης ανάγκης. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως ακραίες καταστάσεις, ναυτικές διασώσεις, και νομικά θέματα. Η συχνότητα της χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε δραστηριότητες που αφορούν την ασφάλεια και την προστασία.
Η ομάδα διάσωσης διέσωσε τους επιζώντες από την ναυτική καταστροφή.
El salvamento de las personas atrapadas en el edificio fue un éxito.
Η διάσωση των ανθρώπων που ήταν παγιδευμένοι στο κτίριο ήταν επιτυχής.
Se necesitan más recursos para mejorar las operaciones de salvamento en la región.
Η λέξη "salvamento" ανήκει σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια της διάσωσης και της ασφάλειας.
Σε περίπτωση διάσωσης, ακολούθησε τις οδηγίες του προσωπικού έκτακτης ανάγκης.
El salvamento de la situación dependía de la rapidez de los servicios de emergencia.
Η διάσωση της κατάστασης εξαρτώνταν από την ταχύτητα των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης.
Sin un plan de salvamento, estábamos en peligro.
Χωρίς ένα σχέδιο διάσωσης, ήμασταν σε κίνδυνο.
El salvamento de animales durante incendios forestales es crucial.
Η διάσωση ζώων κατά τη διάρκεια δασικών πυρκαγιών είναι κρίσιμη.
Las brigadas de salvamento trabajan incansablemente en situaciones críticas.
Οι ομάδες διάσωσης εργάζονται ακούραστα σε κρίσιμες καταστάσεις.
El acuerdo de salvamento fue firmado por las autoridades locales y las organizaciones internacionales.
Η λέξη "salvamento" προέρχεται από το ρήμα "salvar", το οποίο σημαίνει "να σώζω" ή "να διασώζω". Η προσαρμογή του σε ουσιαστικό παράγει τη μορφή "salvamento", που αναφέρεται στην πράξη της διάσωσης.