Η λέξη "salvar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει την πράξη του να σώζεις ή να προστατεύεις κάποιον ή κάτι από κίνδυνο ή καταστροφή. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική περίθαλψη, την προστασία ανθρώπων ή την αποθήκευση αντικειμένων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων
"Es importante salvar vidas en situaciones de emergencia."
"Είναι σημαντικό να σώζουμε ζωές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης."
"Voy a salvar mis documentos en la computadora."
"Θα αποθηκεύσω τα έγγραφά μου στον υπολογιστή."
"El bombero logró salvar a la familia del incendio."
"Ο πυροσβέστης κατάφερε να σώσει την οικογένεια από τη φωτιά."
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "salvar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
"Salvar la cara"
Σημασία: Να διατηρείς την τιμή σου ή να σώσεις την εικόνα σου.
Παράδειγμα: "Tuvo que encontrar una manera de salvar la cara después del error."
"Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σώσει την εικόνα του μετά το λάθος."
"Salvar el pellejo"
Σημασία: Να γλιτώσεις από μια δύσκολη κατάσταση.
Παράδειγμα: "Necesitaba una solución rápida para salvar el pellejo."
"Χρειάζομαι μια γρήγορη λύση για να γλιτώσω από αυτή την κατάσταση."
"Salvar el día"
Σημασία: Να κάνεις κάτι για να διορθώσεις μια κατάσταση ή να την κάνεις καλύτερη.
Παράδειγμα: "Con su idea brillante, logró salvar el día."
"Με την ευφυΐα του ιδέα, κατάφερε να σώσει την κατάσταση."
"Salvar a alguien de las garras de..."
Σημασία: Να σώσεις κάποιον από μια κακή κατάσταση ή από κάποιον κακό.
Παράδειγμα: "Ella salvó a su amigo de las garras de una mala influencia."
"Αυτή έσωσε τον φίλο της από τις δαγκάνες μιας κακής επιρροής."
Ετυμολογία
Η λέξη "salvar" προέρχεται από το λατινικό "salvāre", που σημαίνει "να σώσω".