Η λέξη "salvo" είναι επίθετο στα Ισπανικά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης ως προθέση.
/ˈsal.βo/
Η λέξη "salvo" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει κάτι που είναι εξαιρούμενο ή ασφαλές από κάποιον κίνδυνο ή κατάσταση. Όταν χρησιμοποιείται ως πρόθεση, λειτουργεί ως σύνδεσμος που εισάγει μια εξαίρεση.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Είναι πιο συχνή σε νομικά και επίσημα κείμενα.
"El documento es salvo de cualquier reclamo."
"Το έγγραφο είναι ασφαλές από οποιαδήποτε απαίτηση."
"Todos los bienes son salvo los que se mencionan en la cláusula."
"Όλα τα αγαθά είναι εκτός από αυτά που αναφέρονται στη ρήτρα."
"Salvo que me avises, iré a la reunión."
"Εκτός αν με ειδοποιήσεις, θα πάω στη συνάντηση."
Η λέξη "salvo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που συχνά αναφέρονται σε εξαιρέσεις ή ασφάλεια.
"Estar salvo de problemas."
"Να είσαι ασφαλής από προβλήματα."
"Salvo de culpas."
"Απόλυτα απαλλαγμένος από τις ευθύνες."
"Salvo excepciones."
"Εκτός από εξαιρέσεις."
"Quedarse salvo."
"Να μείνεις ασφαλής."
"Salvo el malentendido."
"Μόνο το παρεξήγηση."
Η λέξη "salvo" προέρχεται από το Λατινικό "salvum", το οποίο σημαίνει "ασφαλές" ή "αυτό που έχει σωθεί".
Συνώνυμα: - a salvo (ασφαλής) - excluido (εξαιρούμενος) - exento (εξαιρούμενος)
Αντώνυμα: - en peligro (σε κίνδυνο) - comprometido (εκτεθειμένος)