Η λέξη "salvoconducto" είναι ουσιαστικό.
/salβo.konˈduk.to/
Η λέξη "salvoconducto" αναφέρεται σε μια έγγραφο ή άδεια που παρέχει προστασία ή ελευθερία κίνησης σε κάποιον, ειδικά σε νομικό ή πολιτικό πλαίσιο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα έγγραφο που επιτρέπει σε κάποιον να διασχίσει περιοχές ή να κάνει κινήσεις χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης ή δίωξης. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, κυρίως λόγω της νομικής του φύσης.
Η κυβέρνηση του χορήγησε ένα διαβατήριο ώστε να μπορέσει να φύγει από τη χώρα χωρίς προβλήματα.
Necesito un salvoconducto para viajar a través de la zona de conflicto.
Χρειάζομαι μια σωστική άδεια για να ταξιδέψω μέσω της ζώνης συγκρούσεων.
El salvoconducto es esencial para aquellos que buscan asilo político.
Η λέξη "salvoconducto" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Όμως, μπορεί να συνδεθεί με κάποιες φράσεις που εισάγουν την έννοια της προστασίας ή ελευθερίας. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Η απόκτηση ενός διαβατηρίου είναι σαν να έχεις ένα άσσο στο μανίκι σε δύσκολες καταστάσεις."
"Sin un salvoconducto, estarás a merced del régimen."
"Χωρίς ένα διαβατήριο, θα είσαι έρμαιο του καθεστώτος."
"El salvoconducto se ha convertido en una herramienta esencial para los migrantes."
"Η σωστική άδεια έχει γίνει ένα απαραίτητο εργαλείο για τους μετανάστες."
"Con un salvoconducto, los derechos humanos deben ser respetados."
Η λέξη "salvoconducto" προέρχεται από τα ισπανικά "salvo" (που σημαίνει "ελεύθερος") και "conducto" (που σημαίνει "διέλευση" ή "οδός"). Σχηματίζεται από την ένωση αυτών των δύο λέξεων για να εκφράσει την έννοια της ελευθερίας στη διαδρομή ή τη μετακίνηση.
Συνώνυμα: - permiso (άδεια) - autorización (έγκριση)
Αντώνυμα: - prohibición (απαγόρευση) - restricción (περιορισμός)