Ρήμα.
/sankioˈnaɾ/
Η λέξη "sancionar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να δηλώσει την πράξη της επιβολής μίας ποινής ή τιμωρίας σε κάποιον, καθώς και την έγκριση ή επικύρωση κάποιου εγγράφου ή απόφασης. Χρησιμοποιείται σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά εμφανίζεται στο νομικό πλαίσιο σε εθιμικές και θεσμικές διαδικασίες.
Ο δικαστής αποφάσισε να τιμωρήσει τον κατηγορούμενο με έξι μήνες φυλάκιση.
La empresa fue sancionada por no cumplir con las regulaciones de seguridad.
Η λέξη "sancionar" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνά όσο άλλες λέξεις. Ακολουθούν μερικές ενδεικτικές προτάσεις:
Ο νόμος τιμωρεί την διαφθορά με πολύ αυστηρές ποινές.
Es importante sancionar las faltas para mantener el orden en la sociedad.
Είναι σημαντικό να τιμωρούνται οι παραβάσεις για να διατηρείται η τάξη στην κοινωνία.
La falta de sanciones puede llevar a una cultura de impunidad.
Η λέξη "sancionar" προέρχεται από το λατινικό "sanctionare", που σημαίνει "να θεσπίσεις" ή "να εγκρίνεις", προερχόμενο από το "sanctio", που σημαίνει "κυρώσεις" ή "ποινές".
Συνώνυμα: - Castigar (να τιμωρήσω) - Multar (να επιβάλω πρόστιμο)
Αντώνυμα: - Perdonar (να συγχωρήσω) - Liberar (να ελευθερώσω)