Το "saneamiento" είναι ουσιαστικό.
/sane̞a̞n̪i̞ẽ̞n̪to/
Η λέξη "saneamiento" αναφέρεται στη διαδικασία της αποκατάστασης, καθαρισμού ή βελτίωσης των συνθηκών υγιεινής. Χρησιμοποιείται συχνά σε σχέσεις με την οικολογία, την υγειονομική περίθαλψη, τη δημόσια υγεία και τις υποδομές (όπως αποχέτευση). Είναι ένα σχετικά τεχνικό και νομικό όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο καθαρισμός του νερού στην κοινότητα είναι θεμελιώδης για τη δημόσια υγεία.
La falta de saneamiento adecuado puede causar enfermedades infecciosas.
Η λέξη "saneamiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται κυρίως με ζητήματα υγείας και περιβάλλοντος:
Η περιβαλλοντική αποκατάσταση είναι κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
"El saneamiento de los desechos es prioridad en la ciudad."
Ο καθαρισμός των αποβλήτων είναι προτεραιότητα στην πόλη.
"La empresa se comprometió al saneamiento de su producción."
Η εταιρεία δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση της παραγωγής της.
"El saneamiento de tierras contaminadas requiere inversiones significativas."
Η λέξη "saneamiento" προέρχεται από το ρήμα "sanear", το οποίο σημαίνει "να καθαριστεί" ή "να αποκατασταθεί". Η ρίζα της λέξης έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "sanare", που σημαίνει "να θεραπεύει".
Συνώνυμα: - limpieza (καθαριότητα) - purificación (καθαρισμός) - salubridad (υγιεινή)
Αντώνυμα: - contaminación (μόλυνση) - suciedad (βρομιά) - insalubridad (ανθυγιεινότητα)