sanear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sanear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/saneˈaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "sanear" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία αποκατάστασης, καθαρισμού ή διόρθωσης κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και γενικά πλαίσια. Στον ιατρικό τομέα μπορεί να αναφέρεται στην αποκατάσταση της υγείας, ενώ στον νομικό τομέα μπορεί να μιλήσει για την αποκατάσταση δικαιωμάτων ή καταστάσεων. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για προγράμματα καθαρισμού περιβάλλοντος.

Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά συναντώμενη σε γραπτές αναφορές λόγω της τεχνικής της χροιάς.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. Es importante sanear las aguas contaminadas del río.
  2. Είναι σημαντικό να αποκαταστήσουμε τα μολυσμένα νερά του ποταμού.

  3. El médico necesita sanear la herida del paciente.

  4. Ο γιατρός χρειάζεται να καθαρίσει την πληγή του ασθενούς.

  5. La empresa debe sanear sus finanzas antes de invertir.

  6. Η εταιρεία πρέπει να αποκαταστήσει τα οικονομικά της πριν επενδύσει.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "sanear" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sanear una situación: Ουσιαστικά σημαίνει να διορθώσουμε μια δύσκολη κατάσταση.
  2. Necesitamos sanear esta situación antes de que se agrave.
  3. Πρέπει να διορθώσουμε αυτή την κατάσταση πριν γίνει πιο σοβαρή.

  4. Sanear las cuentas: Χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση ή καθαρισμό των λογαριασμών.

  5. Es fundamental sanear las cuentas de la empresa.
  6. Είναι θεμελιώδες να καθαρίσουμε τους λογαριασμούς της εταιρείας.

  7. Sanear el medio ambiente: Αναφέρεται στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος.

  8. Hay que sanear el medio ambiente para futuras generaciones.
  9. Πρέπει να αποκαταστήσουμε το περιβάλλον για τις μελλοντικές γενιές.

  10. Sanear relaciones: Αφορά την αποκατάσταση σχέσεων.

  11. Es necesario sanear las relaciones entre los dos países.
  12. Είναι απαραίτητο να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Ετυμολογία

Η λέξη "sanear" προέρχεται από το λατινικό "sanare", που σημαίνει "να θεραπεύω" ή "να αποκαταστήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - recuperar (ανακτώ) - restaurar (αποκαθιστώ)

Αντώνυμα: - deteriorar (καταστρέφω) - empeorar (χειροτερεύω)



23-07-2024