Η λέξη "sangradura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/san̺ɡɾaˈðuɾa/
Η λέξη "sangradura" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ροή αίματος, είτε λόγω τραυματισμού είτε από ιατρική διαδικασία. Χρησιμοποιείται συχνά στον ιατρικό τομέα για να περιγράψει οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να σχετίζεται με τη ροή ή την απώλεια αίματος. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις, ιδίως σε ιατρικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
"La sangradura fue controlada por el médico."
(Η αιμορραγία ελέγχθηκε από το γιατρό.)
"Después de la cirugía, hubo una pequeña sangradura."
(Μετά την επέμβαση, υπήρξε μια μικρή αιμορραγία.)
Η λέξη "sangradura" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συμπεριλαμβάνεται σε κάποιες σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης:
"Tener una sangradura excesiva puede ser un signo de problemas de salud."
(Η ύπαρξη υπερβολικής αιμορραγίας μπορεί να είναι σημάδι προβλημάτων υγείας.)
"En caso de sangradura, es vital buscar atención médica rápidamente."
(Σε περίπτωση αιμορραγίας, είναι σημαντικό να ζητήσετε ιατρική βοήθεια γρήγορα.)
"La sangradura crónica puede afectar la calidad de vida del paciente."
(Η χρόνια αιμορραγία μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής του ασθενούς.)
Η λέξη "sangradura" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "sangrar", που σημαίνει "αιμορραγώ", και το επίθημα "-dura", που συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατάσταση ή διαδικασία.
Συνώνυμα: - Hemorragia (αιμορραγία) - Sangrado (αιμορραγία, ροή αίματος)
Αντώνυμα: - Coagulación (πήξη, σταματήματος της αιμορραγίας) - Control de sangrado (έλεγχος αιμορραγίας)