Ρήμα
/saŋˈɡɾaɾ/
Η λέξη "sangrar" σημαίνει την πράξη της απώλειας αίματος, και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε ιατρικές συνθήκες (όπως αιμορραγία) όσο και σε βίαιες καταστάσεις (όπως σφαγή). Χρησιμοποιείται συνήθως σε τόσο προφορικό όσο και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε ιατρικά ή κλινικά κείμενα.
Συχνότητα Χρήσης Η χρήση της λέξης "sangrar" είναι αρκετά συχνή σε συνθήκες όπου η αιμορραγία ή η απώλεια αίματος είναι επίκαιρη.
El herido comenzó a sangrar por la herida.
(Ο πληγωμένος άρχισε να αιμορραγεί από την πληγή.)
Es normal que una herida pequeña pueda sangrar un poco.
(Είναι φυσιολογικό μια μικρή πληγή να μπορεί να αιμορραγεί λίγο.)
Ella se desmayó porque comenzó a sangrar mucho.
(Αυτή λιποθύμησε γιατί άρχισε να αιμορραγεί πολύ.)
El adiós fue tan doloroso que sentí que sangraba por el corazón.
(Η αποχαιρετιστήρια ήταν τόσο επώδυνη που ένιωσα ότι αιμορραγούσα από την καρδιά.)
Sangrar en tinta
(Αιμορραγώ με μελάνι) - Χρησιμοποιείται στον τομέα της συγγραφής ή της τέχνης, αναφορικά με την ένταση και την αφοσίωση σε δημιουργικές προσπάθειες.
Ese autor realmente sangra en tinta en sus obras.
(Αυτός ο συγγραφέας πραγματικά "αιμορραγεί σε μελάνι" στα έργα του.)
Sangre fría
(Κρύο αίμα) - Αναφέρεται σε άτομο που δείχνει αυτοέλεγχο ή απάθεια σε δύσκολες καταστάσεις.
Η λέξη "sangrar" προέρχεται από την Λατινική λέξη "sanguinare", που προέρχεται από "sanguis", που σημαίνει "αίμα".
Συνώνυμα - Hemorragiar - Desangrar
Αντώνυμα - Sellar (σφραγίζω) - Cerrar (κλείνω)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τις απαιτήσεις σας σχετικά με τη λέξη "sangrar".