Η λέξη "sangre" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "sangre" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι: /ˈsaŋɡɾe/.
Η λέξη "sangre" σημαίνει "αίμα" στα ελληνικά. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει το υγρό που κυκλοφορεί στους οργανισμούς των ζωντανών οργανισμών, καθώς και σε πολλές μεταφορικές ή ιδιωματικές εκφράσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Το αίμα είναι ένα ζωτικό συστατικό του ανθρώπινου σώματος.
Necesitamos analizar la sangre para hacer un diagnóstico.
Η λέξη "sangre" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Ejemplo: Él actuó con sangre fría durante la crisis.
De sangre azul (με μπλε αίμα)
Ejemplo: Ella es de sangre azul; toda su familia ha sido aristócrata.
Tener sangre en las venas (έχω αίμα στις φλέβες)
Η λέξη "sangre" προέρχεται από το λατινικό "sanguis," το οποίο σημαίνει "αίμα." Η ρίζα της λέξης παραμένει σχεδόν αμετάβλητη σε πολλές γλώσσες που κατάγονται από τα Λατινικά.
Συνώνυμα: - líquido vital (ζωτικό υγρό) - hemoglobina (αιμοσφαιρίνη - σε ιατρικό συμφραζόμενο)
Αντώνυμα: - ninguno (κανένα, σε μια μεταφορική έννοια όπου μπορεί να θεωρηθεί ότι το αίμα αντιπροσωπεύει ζωή)
Αυτά τα στοιχεία παρουσιάζουν την πλούσια σημασία και χρήση της λέξης "sangre" στην ισπανική γλώσσα, τόσο σε κυριολεκτική όσο και σε μεταφορική διάσταση.