Η λέξη "sant" είναι επίθετο.
/sant/
Η λέξη "sant" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sanctus" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που θεωρείται ιερός ή άγιος. Συνήθως συνδέεται με θρησκευτικά συμφραζόμενα και χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις και ονομασίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό, κυρίως σε θρησκευτικά ή ποιητικά κείμενα.
Η αγιότητα αυτού του ανθρώπου θαυμάζεται από όλους.
El santuario es un lugar de paz y reflexión.
Η λέξη "sant" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ καλοσυνάτος ή υπομονετικός.
Santa paciencia.
Αναφέρεται στην ανάγκη να έχουμε υπομονή σε δύσκολες καταστάσεις.
Hacer algo con el corazón de un santo.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευγενική ή ανιδιοτελή πράξη.
Como un santo.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αντιδρά ή συμπεριφέρεται χωρίς θυμό ή εκδίκηση.
Santo de mi devoción.
Η λέξη "sant" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sanctus", που σημαίνει "ιερός". Στη διάρκεια των αιώνων, η λέξη εξελίχθηκε σε μια συνήθη αναφορά για τα άγια πρόσωπα και τις οντότητες στον χριστιανισμό.
Συνώνυμα: - santo - sagrado
Αντώνυμα: - profano - mundano
Αυτές οι πληροφορίες συμπληρώνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "sant" στη γλώσσα Ισπανικά.