santo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

santo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Santo είναι επίθετο και ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈsanto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος santo αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που θεωρούνται θεϊκά ή έχουν αγιαστεί. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν αναγνωριστεί ως άγιοι από τη θρησκεία, όπως οι άγιοι της Καθολικής ή Ορθόδοξης Εκκλησίας. Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει κάτι που είναι καθαρό ή ιερό.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε θρησκευτικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος santo χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη santo προέρχεται από το λατινικό "sanctus," το οποίο σημαίνει "ιερός" ή "αγνός."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sacro (ιερός) - Bendito (ευλογημένος)

Αντώνυμα: - Profano (κοσμικός) - Pecaminoso (αμαρτωλός)



22-07-2024