Santo είναι επίθετο και ουσιαστικό.
/ˈsanto/
Ο όρος santo αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που θεωρούνται θεϊκά ή έχουν αγιαστεί. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν αναγνωριστεί ως άγιοι από τη θρησκεία, όπως οι άγιοι της Καθολικής ή Ορθόδοξης Εκκλησίας. Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει κάτι που είναι καθαρό ή ιερό.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε θρησκευτικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
El santo que veneramos hoy es muy famoso en nuestra comunidad.
(Ο άγιος που λατρεύουμε σήμερα είναι πολύ γνωστός στην κοινότητά μας.)
Ella es una persona muy santa que siempre ayuda a los demás.
(Αυτή είναι μια πολύ αγνή άνθρωπος που πάντα βοηθά τους άλλους.)
En la iglesia, hay una estatua del santo que protege a la ciudad.
(Στην εκκλησία, υπάρχει ένα άγαλμα του αγίου που προστατεύει την πόλη.)
Ο όρος santo χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estar como un santo:
(Να είσαι πολύ ήσυχος ή ήρεμος.)
Είναι πολύ ήρεμος, όπως ένα άγιο.
Santo y seña:
(Μυστικός κωδικός ή σημάδι αναγνώρισης.)
Για να εισέλθεις, necesitas un santo y seña.
Santo remedio:
(Το καλύτερο φάρμακο ή λύση.)
El ejercicio es un santo remedio para el estrés.
(Η άσκηση είναι το καλύτερο φάρμακο για το άγχος.)
Η λέξη santo προέρχεται από το λατινικό "sanctus," το οποίο σημαίνει "ιερός" ή "αγνός."
Συνώνυμα: - Sacro (ιερός) - Bendito (ευλογημένος)
Αντώνυμα: - Profano (κοσμικός) - Pecaminoso (αμαρτωλός)