santuario: ουσιαστικό
/san.twa.ɾjo/
Η λέξη santuario αναφέρεται σε ένα ιερό ή ένα μέρος που παρέχει προστασία και ασφάλεια. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιερούς τόπους αφιερωμένους σε θρησκευτικές λειτουργίες ή για τη διατήρηση ορισμένων ειδών ζώων. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ωστόσο οι χρήσεις της σε θρησκευτικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα την καθιστούν πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
El santuario de la naturaleza es un lugar sagrado para muchas comunidades.
(Το καταφύγιο της φύσης είναι ένας ιερός τόπος για πολλές κοινότητες.)
Los peregrinos visitan el santuario cada año en busca de bendiciones.
(Οι προσκυνητές επισκέπτονται το ιερό κάθε χρόνο ζητώντας ευλογίες.)
Η λέξη santuario συχνά εμφανίζεται σε συγκεκριμένες εκφράσεις που συνδέονται με την προστασία ή τον σεβασμό.
"El santuario del arte"
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τόπο που προστατεύει και προάγει τις καλές τέχνες.
(Ο ιερός χώρος της τέχνης.)
"Santuario de animales"
Αναφέρεται σε ένα καταφύγιο που προστατεύει και φροντίζει ζώα σε κίνδυνο.
(Καταφύγιο ζώων.)
"Ambiente de santuario"
Μια φράση που περιγράφει έναν άνετο και ασφαλή χώρο.
(Περιβάλλον καταφυγίου.)
"Santuario de la espiritualidad"
Υποδηλώνει έναν χώρο που προάγει την πνευματική ανάπτυξη και ηρεμία.
(Καταφύγιο της πνευματικότητας.)
Η λέξη santuario προέρχεται από το λατινικό sanctuarium, που σημαίνει "ιερός τόπος".
Συνώνυμα: - Refugio (καταφύγιο) - Lugar sagrado (ιερός τόπος)
Αντώνυμα: - Profanación (βέβηλη χρήση) - Desamparo (απροστάτευτος χώρος)