Το "sapo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈsapo/
Η λέξη "sapo" αναφέρεται κυρίως στον βάτραχο, ένα αμφίβιο που ανήκει στην κατηγορία των ουροδελών. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες και εμφανίζεται σε διάφορες εκφράσεις και ρήσεις. Επίσης, έχει και άλλες σημασίες σε διαφορετικά πλαίσια, όπως η έννοια της προδοσίας στην κολομβιανή κουλτούρα. Η χρήση της είναι συχνή και κατά κόρον στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό κείμενο.
El sapo saltó en el charco de agua.
(Ο βάτραχος άλμα στο λάκκο του νερού.)
Vi un sapo en el jardín de mi abuela.
(Είδα έναν βάτραχο στον κήπο της γιαγιάς μου.)
Η λέξη "sapo" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
No me gusta la música, yo soy un sapo de otro pozo.
(Δεν μου αρέσει η μουσική, είμαι βάτραχος από άλλη δεξαμενή.)
Hacer sapo - Να κλέβεις την προσοχή κάποιου ή να είσαι αναξιόπιστος.
Ese chico siempre hace sapo en las reuniones.
(Αυτός ο τύπος πάντα κλέβει την προσοχή στις συναντήσεις.)
Ser un sapo - Να είσαι καταδότη ή να προδίδεις τον άλλον.
Η λέξη "sapo" προέρχεται από το Λατινικό "sapo", που σημαίνει "βάτραχος". Αυτός ο όρος έχει μεταφερθεί μέσα από τους αιώνες και έχει παραμείνει σχετικά άμεσος στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα.
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "sapo" στην Ισπανική γλώσσα.