Το "saquear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [saˈke.aɾ]
Η λέξη "saquear" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της λεηλασίας ή της κλοπής αγαθών με βίαιο ή παράνομο τρόπο, συνήθως σε περιπτώσεις πολέμου, αναταραχής ή οικονομικών κρίσεων. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και υπάρχει σε διάφορους τομείς, όπως η γενική γλώσσα και το δίκαιο, ιδιαιτέρως σε συζητήσεις σχετικά με εγκλήματα και ποινές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να ακουστεί στον προφορικό λόγο.
Durante la guerra, los soldados saquearon la ciudad.
(Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι στρατιώτες λεηλάτησαν την πόλη.)
Es ilegal saquear propiedades ajenas.
(Είναι παράνομο να λεηλατείς ξένες περιουσίες.)
Η λέξη "saquear" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Saqueo de bienes
(Λεηλασία αγαθών)
Εξηγεί την πράξη κλοπής αγαθών κατά τη διάρκεια κοινωνικών αναταραχών.
Saquear el mercado
(Λεηλατώ την αγορά)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καταστροφή ή τη σοβαρή βλάβη σε μια οικονομία.
Saquear la despensa
(Λεηλατώ την αποθήκη τροφίμων)
Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά ή μεταφορικά για να υποδηλώσει ότι κάποιος καταναλώνει ή αφαιρεί όλα τα τρόφιμα ή πόρους.
Η λέξη "saquear" προέρχεται από την λατινική λέξη "saccāre", που σημαίνει "να φτιάχνω ένα σάκο", αναφερόμενη στην πράξη του γεμίσματος ενός σάκου με κλοπιμαία.
Συνώνυμα: - Robar (κλέβω) - Pillar (συλλαμβάνω, από την έννοια της αρπαγής)
Αντώνυμα: - Dejar (αφήνω) - Donar (χαρίζω)