satisfecho είναι επίθετο.
/satissˈfe.tʃo/
Η λέξη satisfecho χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος νιώθει ικανοποίηση ή ευχαρίστηση σχετικά με κάτι. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως στην καθημερινή ζωή ή και σε νομικά συμφραζόμενα, όπου η ικανοποίηση ενός αιτήματος ή επιθυμίας είναι σημαντική. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, με προτίμηση σε γραπτές και προφορικές καταστάσεις.
Είμαι πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της εξέτασης.
La comida estaba deliciosa y todos se sintieron satisfechos.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη satisfecho συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα:
Είμαι ικανοποιημένος με τις επιτυχίες μου.
Este trato me deja satisfecho.
Αυτή η συμφωνία με αφήνει ικανοποιημένο.
Siempre que cumpla mis expectativas, estoy satisfecho.
Όποτε εκπληρώνονται οι προσδοκίες μου, είμαι ικανοποιημένος.
El servicio fue excelente, y quedé satisfecho.
Η εξυπηρέτηση ήταν εξαιρετική και έμεινα ικανοποιημένος.
Me siento satisfecho al ayudar a los demás.
Η λέξη satisfecho προέρχεται από το λατινικό "satisfacere", όπου "satis" σημαίνει "αρκετά" και "facere" σημαίνει "κάνω". Έτσι, η σημασία της είναι σχετική με την πλήρωση ή την εκπλήρωση αναγκών ή προσδοκιών.
Συνώνυμα: - contento (ευχαριστημένος) - complacido (ικανοποιημένος)
Αντώνυμα: - insatisfecho (μη ικανοποιημένος) - descontento (δυστυχισμένος)