Το "sazonar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [sθaθoˈnaɾ] (σε ισπανικά από τα σπανιότερα διαλέκτους) ή [sa.θoˈnaɾ] (σε άλλες περιοχές).
Η λέξη "sazonar" σημαίνει τη διαδικασία προσθήκης αρωμάτων και γεύσεων στα τρόφιμα κατά το μαγείρεμα. Είναι μια κοινή πρακτική στην κουζίνα για να βελτιωθεί η γεύση των πιάτων. Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γαστρονομικές συζητήσεις και συνταγές.
Es importante sazonar bien la comida antes de servirla.
Είναι σημαντικό να αρωματίσετε καλά το φαγητό πριν το σερβίρετε.
Ella sabe cómo sazonar el pollo para que esté delicioso.
Αυτή ξέρει πώς να καρυκεύει το κοτόπουλο ώστε να είναι νόστιμο.
Η λέξη "sazonar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με ασφαλείς ή αμφιλεγόμενες καταστάσεις.
Sazonar a gusto
Να καρυκεύεις σύμφωνα με την προτίμηση.
Es fundamental sazonar a gusto los platos.
Είναι θεμελιώδες να καρυκεύεις τα πιάτα σύμφωνα με την προτίμηση.
Sazonar las palabras
Να προσθέσεις συναισθηματική χροιά στα λόγια.
Ella sabe cómo sazonar las palabras para convencer a la audiencia.
Αυτή ξέρει πώς να προσθέτει συναισθηματική χροιά στα λόγια για να πείσει το κοινό.
Sazonar con amor
Να προσθέσεις αγάπη ή πάθος σε αυτό που κάνεις.
Es mejor sazonar con amor cada receta que prepares.
Είναι καλύτερα να προσθέσεις αγάπη σε κάθε συνταγή που ετοιμάζεις.
Η λέξη "sazonar" προέρχεται από το λατινικό "sationare", που σημαίνει "να γεμίσεις ή να αρωματίσεις".
Συνώνυμα: - Aromatizar (αρωματίζω) - condimentar (καρυκεύω)
Αντώνυμα: - Desabrir (να αφαιρέσεις τη γεύση) - Apagar (να σβήσεις τη γεύση)