Ο όρος "secano" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [seˈkano]
Η λέξη "secano" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ξηρό ή χωρίς υγρασία, συχνά αναφερόμενη σε εδάφη ή περιοχές που δεν έχουν αρκετό νερό. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά και σε γεωργικούς ή περιβαλλοντικούς πλαισίους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, συναντάται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
La tierra en esta región es secano y necesita riego.
(Η γη σε αυτήν την περιοχή είναι ξηρή και χρειάζεται άρδευση.)
En un secano, las plantas tienen que adaptarse a la falta de agua.
(Σε μία ξηρή περιοχή, τα φυτά πρέπει να προσαρμοστούν στην έλλειψη νερού.)
Η λέξη "secano" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Hacer un secano": Να προγραμματίσεις ή να δείξεις κάτι που δεν θα έχει αποτέλεσμα.
Él está haciendo un secano con esa idea de negocio.
(Αυτός κάνει μία άγονη προσπάθεια με αυτή την επιχειρηματική ιδέα.)
"Vivir en el secano": Να ζεις σε δύσκολες ή άγονες συνθήκες.
Después de perder su trabajo, empezó a vivir en el secano.
(Μετά την απώλεια της δουλειάς του, άρχισε να ζει σε δύσκολες καταστάσεις.)
"Ser un secano": Εκφράζει έναν άνθρωπο που είναι σκληρός ή χωρίς συναίσθημα.
Ese tipo es un secano, nunca muestra sus emociones.
(Αυτός ο τύπος είναι σκληρός, ποτέ δεν δείχνει τα συναισθήματά του.)
Η λέξη "secano" προέρχεται από το λατινικό "siccanus", που σημαίνει "ξηρός", το οποίο σχετίζεται με "siccus", που σημαίνει επίσης "ξηρός".
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας είναι χρήσιμες στην κατανόηση της λέξης "secano".