Secreto είναι ένα ουσιαστικό.
[seˈkɾeto]
Η λέξη secreto στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια πληροφορία ή γνώση που δεν είναι γνωστή σε όλους ή που προορίζεται να παραμείνει κρυφή. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, νομικών και στρατιωτικών. Είναι αρκετά κοινή στη γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Το μυστικό της επιτυχίας του είναι η σκληρή δουλειά.
Ella guardó el secreto durante mucho tiempo.
Η λέξη secreto χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν κάποιες από αυτές:
Διατηρώ κάτι εμπιστευτικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί.
Besar el secreto
Μιλάω για κάτι που έχει κρατηθεί κρυφό.
Tener un secreto a voces
Η λέξη secreto προέρχεται από το λατινικό secretus, που σημαίνει «κρυφός» ή «κρυμμένος».
Συνώνυμα: - Misterio - Confidencialidad
Αντώνυμα: - Publicidad - Claridad