Ο όρος "secuestrador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "secuestrador" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα είναι: /se.kwes.tɾaˈðoɾ/
Η λέξη "secuestrador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απάγει ή κρατάει κάποιον άλλο παρά τη θέλησή του, συνήθως για εκβιαστικούς λόγους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, όπως σε ειδήσεις ή νομικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Ο απαγωγέας συνελήφθη από την αστυνομία.
Los secuestradores pidieron un rescate exorbitante.
Οι απαγωγείς ζήτησαν ένα υπερβολικό ποσό λύτρων.
El abogado defendió al secuestrador en el juicio.
Ο όρος "secuestrador" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, όμως η έννοια της απαγωγής συχνά σχετίζεται με συγκεκριμένες φράσεις.
Μηδέν απαγωγείς στη γειτονιά.
El miedo a los secuestradores afecta a toda la comunidad.
Ο φόβος των απαγωγέων επηρεάζει ολόκληρη την κοινότητα.
No podemos darles información, tememos a los secuestradores.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "secuestrar", το οποίο σημαίνει «να απαγάγεις» ή «να κρατήσεις κάποιον παρά τη θέλησή του», και έχει ρίζες στο λατινικό "sequestrare".
Συνώνυμα: - Apresador (συλληφθείς) - Captor (σύλληψη)
Αντώνυμα: - Liberador (απελευθερωτής) - Protector (προστάτης)