"Secular" είναι επίθετο.
/ˈsɛkjʊlər/
Η λέξη "secular" αναφέρεται σε κάτι που δεν σχετίζεται με τη θρησκεία ή με θρησκευτικές τελετές. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει πράγματα που συνδέονται με τον κόσμο των ανθρώπων και όχι με τις πνευματικές πρακτικές ή την πίστη. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει μεγαλύτερη παρουσία σε ακαδημαϊκά και πολιτικά συμφραζόμενα.
Η κοσμική εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία.
Muchas leyes son seculares para garantizar la libertad de religión.
Πολλοί νόμοι είναι κοσμικοί για να εξασφαλίσουν την ελευθερία της θρησκείας.
Las festividades seculares pueden unir a las personas sin discrepancias religiosas.
H λέξη "secular" μπορεί να χρησιμοποιείται σε ποικιλία ιδιωματικών εκφράσεων:
Ο διαχωρισμός μεταξύ εκκλησίας και κράτους είναι μια κοσμική αρχή.
En un mundo secular, las creencias personales son respetadas.
Σε έναν κοσμικό κόσμο, οι προσωπικές πεποιθήσεις γίνονται σεβαστές.
La cultura secular ha influenciado el arte contemporáneo.
Η κοσμική κουλτούρα έχει επηρεάσει τη σύγχρονη τέχνη.
Un enfoque secular puede resolver conflictos religiosos.
Η λέξη "secular" προέρχεται από το Λατινικό "saecularis," που σημαίνει "του αιώνα" ή "του κόσμου". Στην ιστορία, χρησιμοποιούνταν κυρίως για να διαφοροποιήσει τις δραστηριότητες του κόσμου από τις πνευματικές ή θρησκευτικές.