Το "sed" είναι μια αντωνυμία και χρησιμοποιείται κυρίως ως σύντομος τύπος για να αναφερθεί σε κάτι συγκεκριμένο στο Ισπανικά.
/sɛd/
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "sed" σημαίνει "δίψα". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη του σώματος για υγρά. Στη ιατρική, η "sed" μπορεί να αναφέρεται και σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι δεν πίνουν αρκετό νερό ή έχουν αφυδάτωση. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται με αρκετή συχνότητα και είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο.
Tengo sed después de hacer ejercicio.
(Έχω δίψα μετά την άσκηση.)
Es importante beber agua cuando tienes sed.
(Είναι σημαντικό να πίνεις νερό όταν έχεις δίψα.)
Η λέξη "sed" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες είναι οι εξής:
"No olvides que siempre debes tener agua cuando tengas sed."
(Μην ξεχάσεις ότι πάντα πρέπει να έχεις νερό όταν έχεις δίψα.)
"Morirse de sed": Πεθαίνω από δίψα
"Después de correr tanto, me moría de sed."
(Μετά από τόσους τρεξίματα, πέθαινα από δίψα.)
"Satisfacer la sed": Ικανοποιώ τη δίψα
Η λέξη "sed" προέρχεται από το λατινικό "sitidĭo", το οποίο σημαίνει "δίψα".
anhelo (επιθυμία, ανάγκη)
Αντώνυμα:
Με την αναφορά στην "sed", είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη σημασία της καλής ενυδάτωσης για την υγεία και πώς αυτή η λέξη συνδέεται με καθημερινές καταστάσεις και εκφράσεις στον ισπανόφωνο κόσμο.