Το "sedante" είναι επίθετο.
/sɛˈdante/
Η λέξη "sedante" αναφέρεται σε μια ουσία ή φάρμακο που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ηρεμία ή να μειώσει την διέγερση ή την ανησυχία. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό πλαίσιο, είτε για να περιγράψει φάρμακα που χρησιμοποιούνται σε ψυχιατρικές ή νευρολογικές θεραπείες, είτε σε διαδικασίες που απαιτούν χαλάρωση του ασθενούς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή σε ιατρικά κείμενα και στατιστικές λόγω της σημασίας της στην ιατρική φροντίδα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο.
Ο γιατρός του συνταγογράφησε ένα ηρεμιστικό για την ανησυχία του.
Los sedantes son utilizados en situaciones de emergencia médica.
Η λέξη "sedante" συνήθως δεν εμπεριέχεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές χρήσιμες προτάσεις που περιέχουν τη λέξη με το περιεχόμενο της χρήσης της.
Χρειάζομαι λίγο ηρεμιστικό για να ηρεμήσω πριν από την επέμβαση.
Este ambiente es sedante y ayuda a aliviar el estrés.
Αυτό το περιβάλλον είναι κατασταλτικό και βοηθά στην ανακούφιση του άγχους.
Los sedantes deben ser usados con precaución para evitar efectos secundarios.
Η λέξη "sedante" προέρχεται από το λατινικό "sedare" που σημαίνει "ήρεμώ" ή "καταπραΰνω".
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια εκτενή κατανόηση της λέξης "sedante" στο πλαίσιο της ισπανικής γλώσσας, εστιάζοντας στις ιατρικές της εφαρμογές και τη γενικότερη σημασία της.