Sedentario είναι επίθετο.
/θe. den. ˈta. ɾjo/ (Καταλανικά - Ισπανικά: /se. den. ˈta. ɾjo/)
Η λέξη "sedentario" αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και σχετίζεται με τον συνεχή καθιστικό τρόπο ζωής. Χρησιμοποιείται ευρέως σε ιατρικά και γεωγραφικά συμφραζόμενα για να περιγράψει άτομα ή περιοχές που έχουν μειωμένη σωματική δραστηριότητα. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η καθιστική ζωή μπορεί να συμβάλει σε προβλήματα υγείας.
Es importante evitar un estilo de vida sedentario.
Είναι σημαντικό να αποφεύγεις έναν καθιστικό τρόπο ζωής.
Algunas personas llevan una vida sedentaria debido a sus trabajos.
Στα ισπανικά, η λέξη "sedentario" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Να ζεις με έναν καθιστικό τρόπο.
El sedentarismo es un riesgo para la salud.
Ο καθιστικός τρόπος ζωής είναι κίνδυνος για την υγεία.
Pasar horas en una posición sedentaria.
Να περνάς ώρες σε μια καθιστική θέση.
La vida moderna fomenta el sedentarismo.
Η σύγχρονη ζωή προωθεί τον καθιστικό τρόπο ζωής.
Combatir el sedentarismo es crucial para la salud.
Η καταπολέμηση του καθιστικού τρόπου ζωής είναι κρίσιμη για την υγεία.
El sedentarismo afecta el bienestar físico y mental.
Η λέξη "sedentario" προέρχεται από το λατινικό "sedentarius," που σημαίνει "αυτός που κάθεται," που προέρχεται από το ρήμα "sedere," που σημαίνει "να κάθεται."
Συνώνυμα: - Inactivo (ανενεργός) - Estático (στατικός)
Αντώνυμα: - Activo (δραστήριος) - Dinámico (δυναμικός)