Το "seducir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /se.ðuˈθiɾ/
Η λέξη "seducir" σημαίνει να προσελκύεις ή να δελεάζεις κάποιον με σκοπό να τον πείσεις να πράξει κάτι, συνήθως με κάποια ερωτική ή ρομαντική διάθεση. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου, όταν αναφέρεται σε παραπλανητικές ή απατηλές ενέργειες. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα εμφάνισης που είναι περίπου ίση και στις δύο μορφές.
Seducir a alguien es un arte que pocos dominan.
Να δελεάσεις κάποιον είναι τέχνη που λίγοι κατέχουν.
El abogado afirmó que fue seducido por las promesas del acusado.
Ο δικηγόρος δήλωσε ότι δελεάστηκε από τις υποσχέσεις του κατηγορούμενου.
Η λέξη "seducir" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες χρήσιμες:
Seducir a la audiencia.
Να προσελκύσεις το κοινό.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα να γοητεύεις ή να δελεάζεις τους θεατές σε μια παρουσίαση ή παράσταση.)
Seducir con palabras.
Να δελεάσεις με λόγια.
(Επισημαίνει τη δύναμη των λέξεων να γοητεύουν ή να πείθουν κάποιον.)
Seducir el mercado.
Να προσελκύσεις την αγορά.
(Μια εμπορική ή διαφημιστική στρατηγική που αποσκοπεί στην προσέλκυση πελατών.)
Seducir con una mirada.
Να δελεάσεις με μια ματιά.
(Αυτό αναφέρεται στη δύναμη της αφοπλιστικής οπτικής επαφής.)
Η λέξη "seducir" προέρχεται από το Λατινικό "seducere," που σημαίνει "να αποσπαστείς," "να παραπλανήσεις" ή "να οδηγήσεις μακριά." Η σύνθεση περιλαμβάνει το πρόθεμα "se-" (μακριά) και το "ducere" (να οδηγήσεις).