Η λέξη "seductor" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /se.dukˈtoɾ/
Η λέξη "seductor" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει την ικανότητα να προσελκύει ή να σαγηνεύει άλλους, συνήθως με το χάρισμα και τη γοητεία του. Σε νομικά πλαίσια, ενδέχεται να χρησιμοποιείται με πιο μεταφορική έννοια, να αναφέρεται σε άτομα που χρησιμοποιούν δόλο για να προσελκύσουν ή να χειραγωγήσουν άλλους. Η λέξη έχει μέτρια προς υψηλή συχνότητα χρήσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
"El seductor sonrió mientras hablaba con ella."
Ο γόης χαμογέλασε ενώ μιλούσε μαζί της.
"Siempre fue un seductor, capaz de atraer a cualquier persona."
Πάντα ήταν ένας γόης, ικανός να προσελκύσει οποιονδήποτε.
"El seductor utilizó su encanto para ganar confianza."
Ο σαγηνευτής χρησιμοποίησε τη γοητεία του για να κερδίσει την εμπιστοσύνη.
Η λέξη "seductor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που υποδηλώνουν την ικανότητα σαγηνευτικών ανθρώπων.
"Es un seductor natural."
Είναι φυσικός γόης.
"No puedes confiar en un seductor."
Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν σαγηνευτή.
"El seductor siempre sabe qué decir."
Ο γόης πάντα ξέρει τι να πει.
"Con un seductor como él, es difícil resistirse."
Με έναν τέτοιο σαγηνευτή σαν εκείνον, είναι δύσκολο να αντισταθείς.
"Las habilidades de un seductor no son fáciles de aprender."
Οι ικανότητες ενός σαγηνευτή δεν είναι εύκολο να μάθεις.
Η λέξη "seductor" προέρχεται από το λατινικό "seductor" που σημαίνει "αυτός που σαγηνεύει", από το ρήμα "seducere" που σημαίνει "να τραβήξω προς τα κάτω, να έλκω".
Συνώνυμα: - Atracción (έλξη) - Encantador (γοητευτικός)
Αντώνυμα: - Rechazador (απορριπτικός) - Repulsivo (απεχθής)