Segmento είναι ουσιαστικό.
/semˈɡen.to/
Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος "segmento" αναφέρεται σε ένα τμήμα ή κομμάτι ενός συνόλου. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η γεωμετρία (γεωμετρικό τμήμα), η ιατρική (τμήμα ιστολογίας), η αγορά (καταναλωτικό τμήμα) κ.ά. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και απαντάται και στον προφορικό λόγο.
Το τμήμα της γραμμής αντιπροσωπεύει ένα μέρος ενός συνόλου.
En marketing, es fundamental identificar el segmento adecuado para tu producto.
Στο μάρκετινγκ, είναι ουσιαστικό να προσδιορίσεις το κατάλληλο τμήμα για το προϊόν σου.
El segmento de la población que necesita más atención es el de los ancianos.
Ο όρος "segmento" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορα ειδικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν παραδείγματα χρήσης του σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Ένα τμήμα της αγοράς μπορεί να αλλάξει γρήγορα ανάλογα με τις τάσεις.
El segmento donde se ubica este negocio es muy competitivo.
Το τμήμα όπου βρίσκεται αυτή η επιχείρηση είναι πολύ ανταγωνιστικό.
Analiza el segmento de clientes que más compra en tu tienda.
Η λέξη "segmento" προέρχεται από το λατινικό "segmentum", το οποίο σημαίνει "κομμάτι" ή "τμήμα".
Συνώνυμα: - Porción (ποσότητα) - Parte (μέρος) - Fracción (κλάσμα)
Αντώνυμα: - Todo (όλο) - Totalidad (ολότητα) - Conjunto (σύνολο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "segmento" και τη χρήση του στην ισπανική γλώσσα.