Το "seguidor" είναι ουσιαστικό.
[se.ɣiˈðoɾ]
Η λέξη "seguidor" στη γλώσσα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που ακολουθεί ή υποστηρίζει κάτι ή κάποιον, όπως έναν ηγέτη, ένα λογισμικό ή μία ιδέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
("Ο ακόλουθος της ομάδας ήταν πολύ ενθουσιασμένος για τη νίκη.")
"En las redes sociales, es importante tener muchos seguidores."
Η λέξη "seguidor" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αναφέρεται σε κάποιον που ακολουθεί ή υποστηρίζει κάτι χωρίς να έχει κριτική σκέψη.
"Tener seguidores fieles."
Σημαίνει να έχεις ανθρώπους που είναι σταθεροί και υποστηρικτικοί.
"Seguir a alguien como un fanático."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έντονη υποστήριξη προς κάποιο πρόσωπο ή συγκρότημα.
"Seguidor de tendencias."
Αναφέρεται σε κάποιον που ακολουθεί fashion, lifestyle ή κοινωνικές τάσεις.
"Perder seguidores."
Η λέξη "seguidor" προέρχεται από το ρήμα "seguir", που σημαίνει "ακολουθώ". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με το λατινικό "sequi".
Συνώνυμα: - Acompañante (συνοδός) - Partidario (υποστηρικτής)
Αντώνυμα: - Opponente (αντίπαλος) - Crítico (κριτικός)