Η λέξη "seguir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "seguir" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /seˈɣiɾ/.
Οι κύριες μεταφράσεις της λέξης "seguir" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - ακολουθώ - συνεχίζω
Η λέξη "seguir" σημαίνει "να ακολουθήσεις" ή "να συνεχίσεις" κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρει την ενέργεια που σχετίζεται με το να παρακολουθείς ή να προχωράς σε μια διαδικασία. Είναι μια συχνή και κοινή λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η λέξη "seguir" είναι πολύ συχνή στην καθημερινή γλώσσα και συναντάται σε διάφορες καταστάσεις, όπως σε συνομιλίες, λογοτεχνικά κείμενα και νομικά κείμενα.
Voy a seguir tus consejos.
Θα ακολουθήσω τις συμβουλές σου.
Es importante seguir las normas.
Είναι σημαντικό να τηρείς τους κανόνες.
Ella decidió seguir adelante con el proyecto.
Αυτή αποφάσισε να συνεχίσει με το έργο.
Η λέξη "seguir" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Seguir el juego
Ακολουθώ το παιχνίδι
Δεν πρέπει να lo sigas si no te interesa.
Δεν πρέπει να το ακολουθήσετε αν δεν σας ενδιαφέρει.
No saber seguir el ritmo
Δεν ξέρω να ακολουθώ τον ρυθμό
Ella parecía no saber seguir el ritmo de la música.
Φαινόταν ότι δεν ήξερε να ακολουθήσει τον ρυθμό της μουσικής.
Seguir adelante
Συνεχίζω μπροστά
A pesar de los obstáculos, debemos seguir adelante.
Παρά τα εμπόδια, πρέπει να συνεχίσουμε μπροστά.
Η λέξη "seguir" προέρχεται από το λατινικό "sequi", που σημαίνει "να ακολουθώ".