seguir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

seguir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "seguir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "seguir" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /seˈɣiɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Οι κύριες μεταφράσεις της λέξης "seguir" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - ακολουθώ - συνεχίζω

Σημασία της λέξης

Η λέξη "seguir" σημαίνει "να ακολουθήσεις" ή "να συνεχίσεις" κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρει την ενέργεια που σχετίζεται με το να παρακολουθείς ή να προχωράς σε μια διαδικασία. Είναι μια συχνή και κοινή λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη "seguir" είναι πολύ συχνή στην καθημερινή γλώσσα και συναντάται σε διάφορες καταστάσεις, όπως σε συνομιλίες, λογοτεχνικά κείμενα και νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a seguir tus consejos.
    Θα ακολουθήσω τις συμβουλές σου.

  2. Es importante seguir las normas.
    Είναι σημαντικό να τηρείς τους κανόνες.

  3. Ella decidió seguir adelante con el proyecto.
    Αυτή αποφάσισε να συνεχίσει με το έργο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "seguir" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Seguir el juego
    Ακολουθώ το παιχνίδι
    Δεν πρέπει να lo sigas si no te interesa.
    Δεν πρέπει να το ακολουθήσετε αν δεν σας ενδιαφέρει.

  2. No saber seguir el ritmo
    Δεν ξέρω να ακολουθώ τον ρυθμό
    Ella parecía no saber seguir el ritmo de la música.
    Φαινόταν ότι δεν ήξερε να ακολουθήσει τον ρυθμό της μουσικής.

  3. Seguir adelante
    Συνεχίζω μπροστά
    A pesar de los obstáculos, debemos seguir adelante.
    Παρά τα εμπόδια, πρέπει να συνεχίσουμε μπροστά.

Ετυμολογία

Η λέξη "seguir" προέρχεται από το λατινικό "sequi", που σημαίνει "να ακολουθώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024