Το "segundo" είναι επίθετο, ουσιαστικό και αριθμητικός προσδιοριστής.
/seˈɣundo/
Η λέξη "segundo" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την δεύτερη θέση σε μια σειρά ή την διάρκεια δύο δευτερολέπτων. Είναι πολύ συνηθισμένη στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Σε πολλές περιπτώσεις, η χρήση της είναι σχεδόν ισοδύναμη με την αναφορά στην έννοια του χρόνου.
Η χρήση του "segundo" είναι αρκετά συχνή και εντός διαφόρων συμφραζομένων, όπως για τη μέτρηση χρόνου, την καταχώριση θέσεων ή την περιγραφή σχέσεων.
El segundo libro que leí me gustó mucho.
Το δεύτερο βιβλίο που διάβασα μου άρεσε πολύ.
En el segundo piso del edificio hay una oficina.
Στον δεύτερο όροφο του κτηρίου υπάρχει ένα γραφείο.
Toma un segundo para pensar antes de responder.
Πάρε ένα δευτερόλεπτο για να σκεφτείς πριν απαντήσεις.
Η λέξη "segundo" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
En segundo lugar, debemos considerar las consecuencias.
Στη δεύτερη θέση, πρέπει να εξετάσουμε τις συνέπειες.
A segundo plano
Στο δεύτερο πλάνο
Sus necesidades siempre quedan en segundo plano.
Οι ανάγκες του πάντα μένουν στο δεύτερο πλάνο.
Dar un segundo
Να δώσεις ένα δευτερόλεπτο
¿Puedes darme un segundo para terminar esta llamada?
Μπορείς να μου δώσεις ένα δευτερόλεπτο για να τελειώσω αυτή την κλήση;
Segundos de fama
Δευτερόλεπτα φήμης
Algunos actores buscan segundos de fama en la televisión.
Μερικοί ηθοποιοί αναζητούν δευτερόλεπτα φήμης στην τηλεόραση.
En un segundo
Σε ένα δευτερόλεπτο
Η λέξη "segundo" προέρχεται από το λατινικό "secundus", που σημαίνει "δεύτερος".
segundo (ουσιαστικό, αριθμός 2)
Αντώνυμα: