Η λέξη "segura" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται στον θηλυκό αριθμό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "segura" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /seˈɣuɾa/
Η λέξη "segura" σημαίνει "ασφαλής" ή "σίγουρη" στα ελληνικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ασφαλές, προστατευμένο ή βέβαιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ασφάλεια или τις προσωπικές σχέσεις.
Siento que mi casa es segura.
(Νιώθω ότι το σπίτι μου είναι ασφαλές.)
Ella se siente segura de su decisión.
(Αυτή αισθάνεται σίγουρη για την απόφασή της.)
Η λέξη "segura" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estar seguro de algo
(Να είστε σίγουροι για κάτι.)
Ejemplo: Estoy seguro de que vendrán.
(Είμαι σίγουρος ότι θα έρθουν.)
Hacer algo con seguridad
(Να κάνετε κάτι με ασφάλεια.)
Ejemplo: Debemos actuar con seguridad en esta situación.
(Πρέπει να ενεργήσουμε με ασφάλεια σε αυτή την κατάσταση.)
Ser una persona segura de sí misma
(Να είστε μια σίγουρη για τον εαυτό σας προσωπικότητα.)
Ejemplo: Es una persona muy segura de sí misma.
(Είναι ένα άτομο πολύ σίγουρο για τον εαυτό του.)
Η λέξη "segura" προέρχεται από το λατινικό "securus", που σημαίνει "χωρίς φροντίδα" ή "ασφαλής". Η ρίζα της σχετίζεται με την έννοια της ασφάλειας και της σταθερότητας.
Συνώνυμα: - firme (σταθερός) - confiable (έμπιστος)
Αντώνυμα: - insegura (ανασφαλής) - dudosa (αμφίβολη)