Το "segurar" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /se.ɡuˈɾaɾ/
Η λέξη "segurar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να εκφράσει την πράξη της εξασφάλισης ή διασφάλισης κάποιου πράγματος, γεγονότος ή κατάστασης. Σημαίνει να κάνεις κάτι ασφαλές ή να παρέχεις εγγύηση ότι κάτι θα συμβεί ή είναι αληθές.
Η χρήση της λέξης μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορες καταστάσεις, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, αλλά χρησιμοποιείται πιο συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
Es importante asegurar la calidad del producto.
(Είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε την ποιότητα του προϊόντος.)
Ellos deben asegurar la casa antes de salir.
(Πρέπει να ασφαλίσουν το σπίτι πριν φύγουν.)
Segurar el futuro
(Διασφαλίζω το μέλλον)
Εl Estado necesita asegurar el futuro de los jóvenes.
(Το κράτος χρειάζεται να διασφαλίσει το μέλλον των νέων.)
Segurar la paz
(Εξασφαλίζω την ειρήνη)
Es fundamental asegurar la paz en la región.
(Είναι θεμελιώδες να εξασφαλίσουμε την ειρήνη στην περιοχή.)
Segurar el éxito
(Διασφαλίζω την επιτυχία)
Un buen plan puede asegurar el éxito del proyecto.
(Ένα καλό σχέδιο μπορεί να διασφαλίσει την επιτυχία του έργου.)
Η λέξη "segurar" προέρχεται από το Λατινικό "securare", το οποίο πηγάζει από τη λέξη "securus" (ασφαλής, ελεύθερος από φόβους).
Συνώνυμα: - Garantizar (να εγγυηθώ) - Asegurar (να διασφαλίσω) - Proteger (να προστατεύσω)
Αντώνυμα:
- Desproteger (να μην προστατεύσω)
- Poner en riesgo (να ρισκάρω)
- Negar (να αρνηθώ)