Η λέξη "seguridad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /seɣuɾiˈðað/
Η λέξη "seguridad" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση που παρέχει προστασία ή σιγουριά. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε ποικίλα πλαίσια, όπως στην καθημερινή ζωή, τις επιχειρήσεις, το δίκαιο και την ασφάλεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
(Η ασφάλεια στην εργασία είναι πολύ σημαντική.)
Necesitamos garantizar la seguridad de nuestros datos.
(Πρέπει να διασφαλίσουμε την ασφάλεια των δεδομένων μας.)
Los policías están encargados de mantener la seguridad en la ciudad.
Η "seguridad" ενσωματώνεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:
(Να διασφαλίσουμε την ασφάλεια κάποιου.)
Hacer algo con seguridad.
(Να κάνουμε κάτι με σιγουριά.)
Estar en una situación de inseguridad.
(Να βρισκόμαστε σε κατάσταση ανασφάλειας.)
Pasar a la seguridad.
(Να περάσουμε σε κατάσταση ασφάλειας.)
Crear un ambiente de seguridad.
Η λέξη "seguridad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "securitas", η οποία σημαίνει "ασφάλεια".
Συνώνυμα: - protección (προστασία) - confianza (εμπιστοσύνη)
Αντώνυμα: - inseguridad (ανασφάλεια) - peligro (κίνδυνος)