Η φράση "seguridad social" είναι ουσιαστικό.
/seɣuɾiˈðað soˈθjal/
Ο όρος "seguridad social" αναφέρεται σε ένα σύστημα που παρέχει οικονομική υποστήριξη και ασφάλιση για τους πολίτες, συνήθως μέσω κρατικών φορέων. Αφορά την προστασία των πολιτών απέναντι στους κινδύνους της ανεργίας, της ασθένειας, της αναπηρίας και της συνταξιοδότησης. Στη γλώσσα των οικονομικών και νόμων, χρησιμοποιείται ευρέως ώστε να υπογραμμίσει τη σημασία της κοινωνικής προστασίας.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή στον προφορικό λόγο και σε γραπτές επικοινωνίες, κυρίως λόγω της σημασίας των κοινωνικών υπηρεσιών.
Η κοινωνική ασφάλιση είναι θεμελιώδης για την ευημερία των πολιτών.
Muchos trabajadores dependen de la seguridad social para su atención médica.
Πολλοί εργαζόμενοι εξαρτώνται από την κοινωνική ασφάλιση για την ιατρική τους φροντίδα.
En tiempos de crisis, el sistema de seguridad social se vuelve aún más importante.
Ο όρος "seguridad social" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Υποδηλώνει ότι κάποιος ζει από την κοινωνική βοήθεια αντί να εργάζεται.
"Aumentar la cobertura de la seguridad social" - να αυξήσει την κάλυψη της κοινωνικής ασφάλισης.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε πολιτικές που επιδιώκουν να διευρύνουν τις παροχές της κοινωνικής ασφάλισης.
"Reformas en la seguridad social" - μεταρρυθμίσεις στη κοινωνική ασφάλιση.
Ο όρος "seguridad" προέρχεται από το λατινικό "securitas", που σημαίνει "ασφάλεια", ενώ "social" προέρχεται από το λατινικό "socialis", που σημαίνει "κοινωνικός". Μαζί υποδηλώνουν την έννοια της ασφάλειας στο κοινωνικό πλαίσιο.
Συνώνυμα: - protección social - asistencia social
Αντώνυμα: - inseguridad social (κοινωνική ανασφάλεια) - desprotección (απροστάτευτος)
Αυτή η διάρθρωση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας "seguridad social" στον τομέα της οικονομίας και του νόμου.