Το "seguro" είναι επίθετο και ουσιαστικό στα Ισπανικά.
/fəˈɾu/
Το "seguro" σημαίνει "ασφαλής" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι χωρίς κίνδυνο ή που παρέχει προστασία. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε "ασφάλεια" ή "βεβαιότητα". Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, με καλή συχνότητα χρήσης και στους δύο τομείς.
Es necesario tener un seguro de salud.
(Είναι απαραίτητο να έχεις ασφάλεια υγείας.)
Siento que este lugar es seguro.
(Νιώθω ότι αυτό το μέρος είναι ασφαλές.)
El seguro del coche cubre muchos daños.
(Η ασφάλεια του αυτοκινήτου καλύπτει πολλές ζημιές.)
Η λέξη "seguro" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Estoy seguro de que aprobaré el examen.
(Είμαι σίγουρος ότι θα περάσω την εξέταση.)
Seguro como un banco
(Ασφαλής όπως μια τράπεζα)
Su inversión es seguro como un banco.
(Η επένδυσή του είναι ασφαλής όπως μια τράπεζα.)
Tener seguro de vida
(Έχω ασφάλεια ζωής)
Es importante tener seguro de vida para proteger a la familia.
(Είναι σημαντικό να έχεις ασφάλεια ζωής για να προστατεύσεις την οικογένεια.)
Seguro de sí mismo
(Αυτοσίγουρος)
Η λέξη "seguro" προέρχεται από το λατινικό "securus", που σημαίνει "χωρίς φροντίδα, ασφαλής".