Επίθετο
/seleˈktivo/
Η λέξη "selectivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει την ικανότητα ή την τάση να επιλέγει, να διαλέγει ή να είναι περιορισμένο σε συγκεκριμένα σημεία. Στην ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι επιλεκτική για να διασφαλίσει την ποιότητα.
Los medicamentos deben ser selectivos para evitar efectos secundarios.
Τα φάρμακα πρέπει να είναι επιλεκτικά για να αποφευχθούν οι παρενέργειες.
El comité fue selectivo en la elección de los candidatos para el puesto.
Η λέξη "selectivo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε διαδικασίες επιλογής ή διαχωρισμού.
Να είσαι επιλεκτικός στις φιλίες είναι κλειδί για μια ισορροπημένη κοινωνική ζωή.
Un enfoque selectivo en la inversión puede maximizar los beneficios.
Μια επιλεκτική προσέγγιση στην επένδυση μπορεί να μεγιστοποιήσει τα οφέλη.
La mente selectiva retiene solo lo más significativo.
Το επιλεκτικό μυαλό διατηρεί μόνο τα πιο σημαντικά.
El sistema selectivo de admisión en la universidad ha sido objeto de debate.
Το επιλεκτικό σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης.
Tomar decisiones selectivas es esencial en un entorno competitivo.
Η λέξη "selectivo" προέρχεται από το λατινικό "selectivus", που σημαίνει "επιλογή" ή "εκλογή", προερχόμενο από το ρήμα "seligere", που σημαίνει "διαλέγω" ή "επιλέγω".
Συνώνυμα: - Escogido (επιλεγμένος) - Exigente (απαιτητικός)
Αντώνυμα: - Inclusivo (συμπεριληπτικός) - General (γενικός)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν διεξοδικά τη λέξη "selectivo" στην ισπανική γλώσσα και την ελληνική μετάφρασή της.