Το "sellar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "sellar" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /seˈʎaɾ/.
Η λέξη "sellar" σημαίνει κυρίως τη διαδικασία να σφραγίζεις κάτι, όπως έγγραφα ή πακέτα, και χρησιμοποιείται σε νομικά ή επίσημα πλαίσια (π.χ. έγγραφα που απαιτούν σφραγίδα). Είναι αρκετά κοινή στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό περιβάλλον, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- Es necesario sellar el documento antes de enviarlo.
(Είναι απαραίτητο να σφραγίσεις το έγγραφο πριν το στείλεις.)
Η λέξη "sellar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Sellar un pacto: υπογράφω μια συμφωνία.
Ejemplo: Ayer sellamos un pacto de cooperación entre las dos empresas.
(Χθες υπογράψαμε μια συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών.)
Sellar un acuerdo: κάνω μια επίσημη συμφωνία.
Ejemplo: Para lograr el proyecto, necesitamos sellar un acuerdo con los patrocinadores.
(Για να πραγματοποιήσουμε το έργο, χρειάζεται να κάνουμε μια επίσημη συμφωνία με τους χορηγούς.)
Sellar la suerte: καθορίζω την τύχη.
Ejemplo: Ese movimiento puede sellar la suerte del equipo en el torneo.
(Αυτή η κίνηση μπορεί να καθορίσει την τύχη της ομάδας στο τουρνουά.)
Η λέξη "sellar" προέρχεται από το λατινικό "sigillare", που σημαίνει "να σφραγίζω" και σχετίζεται με το "sigillum", που σημαίνει "σφραγίδα".
Συνώνυμα: - Sello (σφραγίδα) - Cerrar (κλείνω)
Αντώνυμα: - Abrir (ανοίγω) - Despejar (καθαρίζω/ανοίγω)