sello: ουσιαστικό
sello: /ˈseʎo/
Η λέξη «sello» στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε μια σφραγίδα, αποτύπωμα ή σήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για να επισημαίνει έγγραφα ή αντικείμενα. Χρησιμοποιείται και σε νομικά και σε διοικητικά πλαίσια, όπως και στη συλλογή γραμματοσήμων. Συχνότητα: η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συμμετοχή σε επίσημα και ανεπίσημα συμφραζόμενα.
El sello del notario garantiza la autenticidad del documento.
(Η σφραγίδα του συμβολαιογράφου εγγυάται την αυθεντικότητα του εγγράφου.)
Colecciono sellos antiguos de diferentes países.
(Συλλέγω παλιά γραμματόσημα από διάφορες χώρες.)
No olvides poner el sello en la carta antes de enviarla.
(Μην ξεχάσεις να βάλεις τη σφραγίδα στην επιστολή πριν την στείλεις.)
El gerente dio sello a la nueva política de la empresa.
(Ο διευθυντής έδωσε σφραγίδα στην νέα πολιτική της εταιρείας.)
Sello de calidad
(Σφραγίδα ποιότητας) - αναφέρεται σε μια ειδική σφραγίδα που δείχνει ότι ένα προϊόν ή υπηρεσία πληροί συγκεκριμένα κριτήρια ποιότητας.
Este producto tiene el sello de calidad internacional.
(Αυτό το προϊόν διαθέτει τη σφραγίδα διεθνούς ποιότητας.)
Sello personal
(Ατομική σφραγίδα) - αναφέρεται σε έναν τρόπο έκφρασης που συνδέεται με την προσωπικότητα κάποιου.
Η λέξη «sello» προέρχεται από το λατινικό «sigillum», που σημαίνει «μικρή σφραγίδα» ή «σημάδι».
Συνώνυμα: - estampilla (γραμματόσημο) - marca (σήμα) - impresión (εκτύπωση)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - desmarcado (χωρίς σήμα)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη «sello» στον τομέα των γενικών εφαρμογών, του νόμου και της ιατρικής, όπως ζητήθηκε.